κανθός

κανθός
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που ιδρύθηκε από Ευβοείς. 2. Ένας από τους Αιγυπτιάδες, σύζυγος της Δαναΐδας Ευρυδίκης. Σκοτώθηκε από τη γυναίκα του τη νύχτα του γάμου τους.
* * *
ο (Α κανθός)
ανατ. η εξωτερική γωνία τού ματιού την οποία σχηματίζουν το πάνω και κάτω χείλος τών βλεφάρων, η κόχη τού ματιού (α. «έσω» ή «μέγας κανθός» — ο προς τη μύτη κανθός
β. «έξω» ή «μικρός κανθός» — ο αντίθετος προς έσω κανθός)
νεοελλ.
ναυτ. τριγωνική εντομή στην τρόπιδα τής στείρας ή τού ποδοστήματος ξύλινου πλοίου
αρχ.
1. η μετάλλινη στεφάνη τού τροχού, το επίσωτρο
2. (κατ' επέκτ., ποιητ.) το μάτι («κανθός
ὁ τοῡ ὀφθαλμοῡ κύκλος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το ουαλ. cant «σιδερένια στεφάνη» (< γαλατ. *cantas) και με το ρωσ. Kut «γωνία», οπότε ανάγεται σε IE *qan-tho «καμπή, γωνία» < *qam-p «κάμπτω». Έτσι ίσως το κάνθων (ονομασία τού γαϊδάρου) θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγωγο τού κανθός με τη σημ. «το ζώο που κάμπτεται κάτω από το βάρος του φορτίου». Οι συνδέσεις αυτές ευσταθούν σημασιολογικά, υπάρχει όμως πρόβλημα φωνητικό ως προς την αντιπροσώπευση τού IE* -th- από το ελλ. -θ-, που αντιστοιχεί σε ηχηρό δασύ *-dh- και όχι σε άηχο. Κατ' άλλη άποψη, το θ. κανθ- ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, οπότε το κανθός θα μπορούσε και πάλι να συνδεθεί με τα κάνθαρος, κανθήλια, κάνθων. Στην περίπτωση αυτή, η σημασία «μεταλλική στεφάνη» θα μπορούσε να αποδοθεί σε διαφορετικής προελεύσεως λ. κανθός, που θα θεωρούσαμε δάνεια από τη λατ. (πρβλ. λατ. cantus «σιδερένια στεφάνη»), η οποία με τη σειρά της θα δανείστηκε τη λ. από τη γαλατική (πρβλ. το προαναφερθέν γαλατ. *cantos)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κανθός — corner of the eye masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάνθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθοῖο — κανθός corner of the eye masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθοῖς — κανθός corner of the eye masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθοῖσι — κανθός corner of the eye masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθοί — κανθός corner of the eye masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθοῦ — κανθός corner of the eye masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθούς — κανθός corner of the eye masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθῶν — κανθός corner of the eye masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθῷ — κανθός corner of the eye masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”